- αυτόπτες μάρτυρες
- очевидци
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… … Dictionary of Greek
διηγούμαι — και διηγιέμαι και δηγιέμαι (AM διηγούμαι, έομαι) [ηγούμαι] εξιστορώ, αφηγούμαι πραγματικό ή φανταστικό γεγονός μσν. αναφέρω νεοελλ. φρ. α) «εγώ στον πόλεμο και συ δηγάσαι» γι αυτούς που λένε ανακρίβειες μπροστά σε αυτόπτες μάρτυρες β) «που… … Dictionary of Greek
Λόφτους, Ελίζαμπεθ — (Elizabeth Loftus, Λος Άντζελες, Καλιφόρνια 1944 –). Αμερικανίδα ψυχολόγος και πανεπιστημιακός. Το 1966 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο της Καλιφόρνια στο Λος Άντζελες (UCLA) με πτυχίο μαθηματικών και ψυχολογίας, ενώ το 1970 έλαβε διδακτορικό… … Dictionary of Greek